- δευτεροταγής
- δευτερο-τᾰγής, ές,A in the second series, Nicom.Ar.1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δευτεροταγής — in the second series masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεροταγής — Αυτός που είναι τοποθετημένος στη δεύτερη θέση. (Χημ.) Δ. άτομο άνθρακα είναι το άτομο του άνθρακα που είναι ενωμένο απευθείας με άλλα δύο άτομα του άνθρακα. Δ. αλκοόλη ονομάζεται εξάλλου η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της τη δισθενή… … Dictionary of Greek
αμινομάδες — Αζωτούχες ρίζες, χαρακτηριστικές σε πολλές οργανικές ενώσεις (αμίνες, αμινοξέα, αμιναλκοόλες κ.ά.). Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων Η που περιέχει μία α. μπορεί να είναι πρωτοταγής ( ΝΗ2 ),δευτεροταγής ( ΝΗ ) ή τριτοταγής ( N ). Η εισαγωγή μιας… … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
κυκλοεξανόλη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοσθενής και δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κυκλοεξανίου … Dictionary of Greek
τροπανόλη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση, δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού τροπανίου, με σημαντικότερη ισομερή μορφή της την 3 τροπανόλη, γνωστή και ως τροπίνη, η οποία αποτελεί προϊόν τής υδρόλυσης τής ατροπίνης και τής νοσκυαμίνης … Dictionary of Greek
αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… … Dictionary of Greek